- συνωδίνω
- вместе терпеть муки, страдать (совместно) с.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
συνωδίνω — ΜΑ 1. κοιλοπονώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. (γενικά) υποφέρω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο, συμπάσχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠδίνω «κοιλοπονώ, έχω ωδίνες τοκετού»] … Dictionary of Greek
συνωδίνει — συνωδί̱νει , συνωδίνω to be in travail together pres ind mp 2nd sg συνωδί̱νει , συνωδίνω to be in travail together pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωδίνοντα — συνωδί̱νοντα , συνωδίνω to be in travail together pres part act neut nom/voc/acc pl συνωδί̱νοντα , συνωδίνω to be in travail together pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωδίνοντο — συνωδί̱νοντο , συνωδίνω to be in travail together imperf ind mp 3rd pl συνωδί̱νοντο , συνωδίνω to be in travail together imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωδίνειν — συνωδί̱νειν , συνωδίνω to be in travail together pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωδίνοντας — συνωδί̱νοντας , συνωδίνω to be in travail together pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωδίνοντες — συνωδί̱νοντες , συνωδίνω to be in travail together pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)